ἀποκρουστικός

ἀποκρουστικός
ἀπο-κρουστικός, ή, όν,
A able to drive off, dispel, Dsc.1.116;

δυνάμεις Gal.1.396

; repulsive, D.L.2.87.
2 waning,

ἀ. σελήνη Ptol.Tetr.149

, cf. Paul.Al.G.4;

δέλτος ἀ. πρὸς σελήνην PMag.Par.1.2241

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀποκρουστικός — able to drive off masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκρουστικός — ή, ό (AM ἀποκρουστικός, ή, όν) [αποκρούω] νεοελλ. αντιπαθητικός, απεχθής, δυσάρεστος αρχ. αυτός που έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να αποκρούει 2. (για τη σελήνη) που λιγοστεύει, που είναι στη φάση της ελάττωσης …   Dictionary of Greek

  • αποκρουστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί αηδία, αντιπάθεια, φρίκη: Το θέαμα που αντικρίσαμε ήταν αποκρουστικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποκρουστικά — ἀποκρουστικός able to drive off neut nom/voc/acc pl ἀποκρουστικά̱ , ἀποκρουστικός able to drive off fem nom/voc/acc dual ἀποκρουστικά̱ , ἀποκρουστικός able to drive off fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρουστικώτερον — ἀποκρουστικός able to drive off adverbial comp ἀποκρουστικός able to drive off masc acc comp sg ἀποκρουστικός able to drive off neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρουστικῶν — ἀποκρουστικός able to drive off fem gen pl ἀποκρουστικός able to drive off masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρουστικόν — ἀποκρουστικός able to drive off masc acc sg ἀποκρουστικός able to drive off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρουστικώτατα — ἀποκρουστικός able to drive off adverbial superl ἀποκρουστικός able to drive off neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρουστικαῖς — ἀποκρουστικός able to drive off fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρουστικαί — ἀποκρουστικός able to drive off fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρουστικοῖς — ἀποκρουστικός able to drive off masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”